Στην έκθεση CRITICAL ARCHIVES IV: Documents, οπτικά αρχεία που πραγματεύονται τις κοινωνικές σχέσεις και τους μετασχηματισμούς τους στο χρόνο, την κατασκευή και τη χωροποίησή τους, τοποθετούνται σε νέα συγκείμενα προς διερεύνηση των ερμηνευτικών τους ορίων στο μεταίχμιο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας. Η φωτογραφία εδώ αντιμετωπίζεται ως ένα κατεξοχήν εργαλείο αρχειοθέτησης, ως ένα εκ κατασκευής μέσο αναπλαισίωσης που βρίσκεται από τη γέννησή της στο επίκεντρο διαδικασιών ταξινόμησης, αποθήκευσης και κυκλοφορίας θραυσμάτων που αποτελούν τμήματα από επίσημες ή ανεπίσημες όψεις ιστοριογραφίας.
Έργα προϊόντα έρευνας, όπως των Forensic Architecture, σημασιοδοτούνται με επιπλέον επιστρώσεις στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής αφήγησης, ενώ άλλα που διεισδύουν στην ιδεολογική λειτουργία των τεχνικών μέσων, όπως του Johan Grimonprez, αποκαλύπτουν τις διαστάσεις που φέρουν ως ντοκουμέντα συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων.
Πολιτικά συμβάντα μεγάλης κλίμακας που κλόνισαν δομές και προκάλεσαν εξαρθρώσεις συσχετίζονται με προσωπικές ιστορίες προς αναζήτηση νέων συναρθρώσεων. Είναι τέτοιες οι διεργασίες συρραφής που νιώθουμε να αναδύονται στη Μακρόνησο της Γεωργίας Πονηράκου, που συνδέει μια από τις πιο σκληρές περιόδους στην ιστορία της Ευρώπης με τις οικογενειακές της καταβολές· είναι αντίστοιχες οι συνδέσεις που ψηλαφεί και ο Alvaro Deprit, κοιτώντας τη ζωή χιλιάδων μεταναστών που κομματιάζεται και ξαναφτιάχνεται με πεδίο αναπαράστασης την αποσυναρμολόγηση αυτοκινήτων και την επανασυναρμολόγησή τους σε νέα μορφή. Ενώ οι Bonaventura και Imbriaco προσφέρουν ένα τεκμηριωτικού χαρακτήρα σώμα δουλειάς επάνω στα σημάδια που έχει αφήσει η Μαφία στο σώμα της ιταλικής κοινωνίας, σε κτήρια, σε γειτονιές, σε σκοτεινές αποθήκες δικαστικών μεγάρων.
Ένα δυτικότροπο διαφημιστικό poster κατασκευαστικής εταιρείας στη Ραμάλα ιδωμένο ξανά μέσα από την καυστική ματιά των Andrea & Magda και μια απαστράπτουσα εικόνα από τον Κώστα Μητρόπουλο μιας γυμνής αψεγάδιαστης γυναίκας σε lifestyle ανδρικό περιοδικό «συναντιούνται» στην εγκάρσια τομή κανονιστικών μοντέλων που είτε διαμεσολαβούν το βλέμμα προς το οικείο είτε τυποποιούν τις επιθυμίες και τα όνειρα και οργανώνουν τις έμφυλες ταυτότητες. Την ίδια στιγμή, εναλλακτικές ματιές επάνω στις παραμέτρους που ρυθμίζουν τη διαπροσωπική εγγύτητα μάς δίνει η Laura Pannack μέσα από κοινότητες γυμνιστών, φυσιολατρών, ενώ η Μαρία Καρκανάκη σχολιάζει τα αόρατα εμπόδια που συνοδεύουν τις παραμέτρους τής εγγύτητας.
Ένα οπτικό ψυχογράφημα από την Υβέτ Καψάλα (που συνδιαλέγεται ταυτόχρονα με τα πρότυπα ομορφιάς) και ένα οικογενειακό album τού Lorenzo Castore που προσιδιάζει σε παλίμψηστο, θέτουν ερωτήματα για το αν και κατά πόσο η καταγραφή συμβάλλει σε ένα πέρασμα από το απόκρυφο στο μη απόκρυφο. Ένα πέρασμα που διερευνούν, με τον τρόπο της η καθεμία, και οι δουλειές της Γαλάτειας Ιατράκη και της Μαριλένας Σταφυλίδου, που διασώζουν, επεξεργάζονται και παρουσιάζουν πεταμένα ή χαμένα φωτογραφικά αρχεία άγνωστων ανθρώπων, συνδιαλεγόμενες μαζί τους την ίδια στιγμή που μελετούν τα ίδια τα υλικά από τα οποία φτιάχνεται η μνήμη. Υλικά που στο έργο του Χάρη Γρηγοράκη δοκιμάζουν τα τεχνικά τους όρια. Ενώ από προσωπικές σχέσεις και ιστορίες, όπως στη σειρά εικόνων του Γιάννη Στεφανίδη ή στο βιβλίο της Τόνιας Κοϊνάκη, αναδύονται πτυχές με ευρύτερο κοινωνιολογικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον.
Εικόνες, από την άλλη, όπως του Πάνου Κοκκινιά που αμφισβητούν τα όρια ανάμεσα στο αυθεντικό και το πλαστό, ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη μεμονωμένη φωτογραφία ως ένα «χώρο» φιλοξενίας μιας συλλογής (ανθρώπων)· ως μέσο και τόπο ταυτόχρονα αρχειακής συγκρότησης. Και διαφύλαξης.
Ως τόπος διαφύλαξης, προστασίας και αναπαραγωγής σχέσεων, αναμνήσεων, συμβόλων αντιμετωπίζεται και η οικία στην έκθεση αυτή· δοσμένη άλλοτε μέσα από την αποστασιοποιημένη, κλινική ματιά τού Joachim Brohm ή και του Δημήτρη Σιδηροκαστρίτη, άλλοτε μέσα από την «περιέργεια» του Alec Soth να «μπει μέσα» στις ζωές των άλλων και άλλοτε μέσα από την μνημειώδη διάσταση που η οικία μπορεί να φέρει, είτε ως ενδιαίτημα μιας ελίτ είτε ως σπίτι των θεών, όψεις που ανακύπτουν μέσα από το Parthenon Rising II του Βασίλη Μπαλάσκα. Ως θεματοφύλακας αναπαραγωγής σχέσεων λειτουργεί επίσης και το «σπίτι» των κάθε είδους κρατικών αρχείων, η δημόσια υπηρεσία. Μια τοπονομολογική δομή της οποίας τα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά μάς θυμίζει η φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη.
Σε μια εποχή σαρωτικής προέλασης της «μετα-αλήθειας» και όξυνσης του πολιτικού ανταγωνισμού με επίδικο την οικειοποίηση μετέωρων οπτικών σημαινόντων, η έκθεση μελετά επίσης την τεχνική εικόνα ως εργαλείο κατασκευής και ελέγχου της συλλογικής μνήμης· και καθοριστικό ρόλο στη μελέτη αυτή προσλαμβάνει το έργο του Max Pinckers, το οποίο δημιουργώντας αινιγματικές σχέσεις μεταξύ μυθοπλαστικών και τεκμηριωτικών χρήσεων της τεχνικής εικόνας διερευνά το πώς ένα (οπτικό) αρχείο καθίσταται έγκυρο και το από πού αντλούν την ισχύ τους οι φορείς και τα υποκείμενα που εισηγούνται τους αντίστοιχους κώδικες σύνδεσης των εικόνων των πραγμάτων με την καταγωγή τους. Ζητήματα που διαπνέουν επίσης και τη χειρονομία οικειοποίησης εικόνων της NASA από τον Αλέξη Βασιλικό. Ενώ ταυτόχρονα, ο Richard Mosse, χρησιμοποιώντας ιδιώματα που παραπέμπουν στην έννοια του πανοπτικού, προεκτείνει τους προβληματισμούς αυτούς αναφερόμενος σε ένα πανίσχυρο πλέγμα βιοεξουσίας. Η συμβολή των έργων αυτών είναι κρίσιμη ως προς την πρόσληψη του αρχείου όχι μόνο ιδωμένου υπό το πρίσμα ενός τόπου διαφύλαξής του, αλλά και ως ρηματικού σχηματισμού.
Η έκθεση CRITICAL ARCHIVES IV: Documents, αποτελεί ένα είδος σύγχρονου, μη γραμμικού και εφήμερου cabinet de curiosités που, μέσα από διατομεακές πρακτικές, συγκεντρώνει διάσπαρτα σημεία μιας οπτικής γραμματικής και δημιουργεί ετερογενείς σχέσεις, επιδιώκοντας να συμβάλει σε έναν αναστοχασμό επάνω στην έννοια της αυθεντίας· επάνω στο πώς τα διάφορα αυτά σημεία δύνανται να αποκτήσουν μνημειακό χαρακτήρα. Η συλλογική αυτή αφήγηση αντιμετωπίζοντας, μεταξύ άλλων, την τεχνική εικόνα και ως μέσο εξορκισμού του θανάτου, ως τεκμήριο παρουσίας μιας απουσίας -κάτι έντονο στην εικόνα του Δημήτρη Μιχαλάκη- αποπειράται ταυτόχρονα μια βαθύτερη κατανόηση (ίσως και αμφισβήτηση) των παγιωμένων μεθόδων χρήσης του ανασυγκροτημένου παρελθόντος στην υπηρεσία μιας υπόσχεσης για το μέλλον.
Μάρτυρες καθώς είμαστε, αλλά και κοινωνοί, της θραύσης των νεωτερικών κατηγοριών πρόσληψης και επεξεργασίας της πραγματικότητας, ιχνηλατούμε τις ρωγμές των κυρίαρχων φαντασιακών. Στις ρωγμές αυτές, λειτουργώντας ως αρχειοθέτες, ως εισηγητές αναδιατάξεων, αναζητούμε τους μύθους εκείνους που θα προσφέρουν νέες επιφάνειες εγγραφής και που θα μας επιτρέψουν να επανεφεύρουμε τη θέση τού δημιουργού ή/και τη θέση τού πολιτικού υποκειμένου.