MEDPHOTO 5
We Can’t Breathe
Το 2000, στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος Γεώσφαιρας Βιόσφαιρας, προτάθηκε για πρώτη φορά ο όρος «Ανθρωπόκαινος» για να προσδιορίσει μια νέα εποχή στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνου, όπου είναι πλέον μετρήσιμη η καταστροφική επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη. Ενώ απορρίφθηκε από τη Διεθνή Ένωση Γεωλογικών Επιστημών, η πρόταση αυτή έχει πυροδοτήσει διεθνώς έντονη συζήτηση και συχνά αντικρουόμενα αφηγήματα για την κλιματική και βιοσφαιρική αποσταθεροποίηση, που εκτείνονται από την «πράσινη» ή «βιώσιμη ανάπτυξη» και τη γεωμηχανική, μέχρι την αποανάπτυξη.
Το ηγεμονικότερο από αυτά τα αφηγήματα περί της ανθρωπόκαινου εποχής, είναι ότι για την κλιματική κρίση ευθύνεται γενικώς ο άνθρωπος ως είδος. Όμως, η προσέγγιση αυτή (την οποία έχουν εργαλειοποιήσει ακόμα και πετρελαϊκοί κολοσσοί για να προωθήσουν το επιχείρημα της ατομικής ευθύνης και την έννοια του «αποτυπώματος άνθρακα») συγκαλύπτει τα αληθινά αίτια που μας έχουν οδηγήσει σε αυτήν την κρίσιμη συνθήκη, τα οποία δεν συνδέονται με κάποιες υποτιθέμενες εγγενείς τάσεις που έχει το ανθρώπινο είδος. Συνδέονται, όπως σημειώνει ο θεωρητικός της ανθρωποοικολογίας Andreas Malm, με τις οικονομικές και πολιτικές επιλογές ενός «απειροστού κλάσματος του πληθυσμού του Homo Sapiens»: των κατόχων των μέσων παραγωγής. Ο αποκλεισμός, μάλιστα, του μεγαλύτερου μέρους του ανθρώπινου πληθυσμού από τη λήψη αποφάσεων για την ανάπτυξη και τον έλεγχο τεχνολογιών που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας που αποτελεί προϋπόθεση αυτού του αποκλεισμού, συνιστούν, κατά τον Malm, εκείνη ακριβώς τη συνθήκη που καθιστά τις αιτίες της κλιματικής καταστροφής ταξικές και όχι φυσικές ή αόριστα ανθρωπογενείς. Η ταξικότητα του φαινομένου αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι αυτή τη στιγμή το πλουσιότερο 1% των κατοίκων του πλανήτη ευθύνεται για το 16% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ποσότητα ίση με αυτή που εκπέμπεται από το φτωχότερο 66% των κατοίκων του πλανήτη, δηλαδή από 5,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Οι λιγότερο προνομιούχοι άνθρωποι του πλανήτη υφίστανται με τον πλέον δυσανάλογο τρόπο τις συνέπειες της οικοκτονίας που συντελείται. Πρόκειται για τους αγρότες χωρών του Παγκόσμιου Νότου σε περιοχές που πλήττονται από πλημμύρες, ανεμοστρόβιλους ή από το φαινόμενο της ερημοποίησης, και μετατρέπονται σε κλιματικούς πρόσφυγες. Τις κοινότητες αυτοχθόνων που εκτοπίζονται με τη βία ενόσω τα δάση στα οποία ζουν επί αιώνες αποψιλώνονται και η γη τους αποστραγγίζεται από πολυεθνικές εταιρείες. Τους/τις κατοίκους παραγκουπόλεων που κατακλύζονται από σωρούς τοξικών ηλεκτρονικών αποβλήτων. Τους/τις εργαζόμενους/ες που δουλεύουν σε συνθήκες ακραίων θερμοκρασιών ή έρχονται κατά την εργασία τους σε επαφή με ρύπους που προκαλούν πληθώρα ασθενειών. Τα θύματα εποικιστικών επιχειρήσεων οι οποίες (μεταξύ άλλων) σαρώνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αλλά και τις/τους πολίτες μιας παρακμάζουσας Δύσης που αδυνατούν να αντιδράσουν μπροστά στη στυγνή εκμετάλλευση από ένα επιβεβλημένο status quo που προτεραιοποιεί το οικονομικό κέρδος, ενώ αδιαφορεί για τις ζωές των Άλλων.
Η ακατάπαυστη εξόρυξη των ορυκτών αποθεμάτων της Γης, η ακραία εκμετάλλευση πόρων και ανθρώπων, η εξαφάνιση ολόκληρων ειδών, αλλά και ο εκτοπισμός των πιο ευάλωτων, δεν είναι παρά εκφάνσεις της κανονικοποιημένης νεκροπολιτικής που στρατηγικά διασφαλίζει την προστασία των προνομίων των λίγων, ενώ επιδιώκει τη διαιώνιση της παρούσας τάξης πραγμάτων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο τέμνονται το «We Can’t Breathe» της έκθεσης με το «I Can’t Breathe» του Eric Garner, καθώς η βία που αποσταθεροποιεί τα κοινωνικά και φυσικά οικοσυστήματα και η θεσμική βία που επιβάλλεται στους αδύναμους εκπορεύονται από τις ίδιες πηγές: τον πατριαρχικό, ρατσιστικό και αποικιοκρατικό πυρήνα του καπιταλιστικού modus operandi. Άνθρωποι, ζώα, δάση και ωκεανοί σημαδεύονται από τις ολέθριες συνέπειες της απληστίας που χαρακτηρίζει τον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής. Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο πλανήτης δεν μπορεί πια να «αναπνεύσει».
Τέτοιες όψεις της κλιματικής και πολιτικής κρίσης φέρνει στο προσκήνιο η έκθεση «We Can’t Breathe», μέσα από φωτογραφικές σειρές, ντοκιμαντέρ, ερευνητικές εργασίες και βιβλία, που φωτίζουν τη διαλεκτική μεταξύ κοινωνικών και φυσικών οικοσυστημάτων, που προεικάζουν μέσω οπτικών αλληγοριών τα ενδεχόμενα που πρέπει να αποτραπούν, που αποδίδουν ορατότητα σε προτάγματα κλιματικής δικαιοσύνης και σε εναλλακτικές πρακτικές συμβίωσης, ή που διηγούνται ιστορίες συλλογικών αντιστάσεων ενάντια στις περιφράξεις των Κοινών, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας σύγχρονης πολιτικής οικολογίας. Με την επιλογή των συγκεκριμένων έργων, το MedPhoto θέτει υπό αμφισβήτηση την καρτεσιανή θεώρηση που αντιμετωπίζει τη φύση ως διακριτή από τον ανθρώπινο πολιτισμό και που συνηθίζει κατ’ επέκταση να την αναπαριστά ως αντικειμενοποιημένο τοπίο (θεώρηση συνυφασμένη ιστορικά με το αποικιοκρατικό βλέμμα). Και ταυτόχρονα, συνεχίζει να σκιαγραφεί ένα περίγραμμα καλλιτεχνικών πρακτικών που αναδεικνύουν τις αντιφάσεις που υποβόσκουν στο πεδίο της αναπαράστασης, ενώ ενεργοποιούν δυνατότητες για να φανταστούμε από κοινού ένα διαφορετικό και βιώσιμο μέλλον.
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες/ιδες:
Ursula Biemann, Sophie Gerrard, Πηνελόπη Θωμαΐδη, Cristina de Middel & Bruno Morais, Ανδρέας Μελαδάκης, Γιώργος Μουτάφης, Oliver Ressler, Forensic Architecture
Στην έκθεση παρουσιάζονται βιβλία των:
Makeda Best, Matt Dunne, Mitch Epstein, Stuart Franklin, Fazal Sheikh
Καλλιτεχνική διεύθυνση:
Παύλος Φυσάκης
Επιμέλεια έκθεσης:
Δημήτρης Κεχρής, Πάσκουα Βοργιά