Το πρόσωπο του Άλλου

Όψεις της ετερότητας στην Ιστορία της Τέχνης

Η αναγνώριση ύπαρξης ενός Άλλου – στοιχείου ή ανθρώπου – προϋποθέτει τη στοιχειοθεσία ενός Εμείς. Το Εμείς δεν μπορεί να είναι απλά ένα αριθμητικό δεδομένο, ένα άθροισμα. Για να υπάρξει το Εμείς θα πρέπει να νοείται ένα σύνολο, που αποδέχεται κάποιο πλέγμα αξιών και που να έχει δρώντα και υπερασπίσιμα καταβολικά γνωρίσματα. Μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να νοηθεί η διάκριση Εμείς και οι Άλλοι. Υπό τους όρους αυτούς, ο Άλλος γίνεται ο εχθρός ίσως, ο εισβολέας ίσως, μια δύναμη επιβολής ή πάντως άρνησης επάνω στο αντιτιθέμενο σύνολο που σχηματίζει μιαν εαυτότητα. Το αρχαιότερο κείμενο, που επισημαίνει αυτήν την κατάσταση είναι του 16ου αι. π. Χ. Το υπογράφει ο Φαραώ Καμόσε και επισημαίνει δύο εχθρούς του βασιλείου της Αιγύπτου: «τους Ασιάτες και τους Νέγρους!»

Μέσα στα καταβολικά γνωρίσματά του το Εμείς ορίζει και το ποιος μπορεί να είναι, καθώς και ποια χαρακτηριστικά μπορεί να έχει το ξένο στοιχείο. Ο Άλλος μπορεί να είναι ένας δαίμων (incubus) στο όνειρο, ένας εφιάλτης που μας κυριεύει και δεν μας επιτρέπει να αναπνεύσουμε. Μπορεί επίσης να είναι μια φυλή διαφορετική από εμάς. Στην περίπτωση αυτή αποδίδονται και στερεότυπα χαρακτηριστικά του Άλλου: επί αιώνες, όλες οι φυλές που ζούσαν εκτός Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας λέγονταν βάρβαροι, έναν όρο που εισήγαγαν πάντως οι αρχαίοι Έλληνες. Οι Μαύροι κατά τους Αμερικανούς συντηρητικούς βρωμάνε. Οι Εβραίοι λογίζονται αισχροί τοκογλύφοι, διότι στον Μεσαίωνα δάνειζαν με τόκο, πράξη που απαγόρευε τότε ο χριστιανισμός. Κάποτε τα στερεότυπα του Άλλου ήταν σωματικά, όπως η διαβόητη μύτη των Εβραίων, γέννημα του Μεσαίωνα πριν την εξαπόλυση του μεγάλου διωγμού σε βάρος τους τον 13o και 14o αι. Μπορεί να είναι μια κοινωνική τάξη ή μια ομάδα ιδεολογικών αντιπάλων, που από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ονομάζονταν «εχθροί του έθνους» κι από την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης «εχθροί του λαού». «Εχθροί του έθνους», άλλωστε, αποκλήθηκαν και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ από τη δεξιά προπαγάνδα στην Ελλάδα.

Ο κριτικός τέχνης και ζωγράφος Τζον Ράσκιν, μιλώντας για την εκπολιτιστική αποστολή των Βρετανών, απευθύνεται στους νέους της πατρίδας του κι εξηγεί πώς θα καταστήσουν την Αυτοκρατορία «πηγή φωτός για όλο τον κόσμο, ηγέτιδα της Μάθησης και των Τεχνών»:

«Τώρα μπροστά μας ανοίγεται ένα πεπρωμένο – το υψηλότερο που ένα έθνος κλήθηκε ποτέ να δεχθεί ή να απαρνηθεί. Η φυλή μας είναι ακόμη υγιής και ανώτερη∙ μια φυλή που αποτελεί μίγμα του καλύτερου βόρειου αίματος. Δεν αποκτήσαμε μέχρι στιγμής άσωτο χαρακτήρα, αλλά διατηρούμε ακόμη την σταθερότητα να κυβερνάμε και το χάρισμα να υπακούμε […] Και να τι πρέπει να κάνει η χώρα για να μη χαθεί: πρέπει να ιδρύσει αποικίες όσο πιο σύντομα και όσο πιο μακριά μπορεί, χρησιμοποιώντας τους πιο δραστήριους και άξιους ανθρώπους της∙ κυριεύοντας κάθε κομμάτι γόνιμου εδάφους που μένει αχρησιμοποίητο, μπορεί να εγκατασταθεί κι εκεί να διδάξει στους αποικιστές της ότι η κύρια αρετή τους θα είναι η πίστη τους προς την πατρίδα».

Ένα βήμα παραπέρα προχωρά ο συμπατριώτης του Ράσκιν, ο ζωγράφος και ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ: «τα θεμέλια της Αυτοκρατορίας», λέει στα σχόλιά του για τις Πραγματείες του Ρέυνολντς, «είναι η Τέχνη και η Επιστήμη. Αν τα αφαιρέσουμε ή τα υποβιβάσουμε, τότε η Αυτοκρατορία παύει να υπάρχει. Η Αυτοκρατορία έπεται της Τέχνης και όχι αντιστρόφως, όπως νομίζουν οι Άγγλοι».

Και αν πέρα από τα εθνοκεντρικά οράματα και τα συμφέροντα των κρατών, μοιάζει αδιαίρετη η σχέση ανάμεσα στην επιδίωξη των εθνικών στόχων και την επιβολή της κουλτούρας, κοιτώντας πίσω στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, το Εμείς των λαών διαμορφώθηκε κατ’ αντιπαράθεση με τον Άλλο. Καμία ταυτότητα δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ αφ’ εαυτής χωρίς μια σειρά αντιθέτων, αρνητικών πόλων: οι Έλληνες «χρειάζονται» βαρβάρους και οι Ευρωπαίοι Αφρικανούς, Ανατολίτες κ.α. Στην κλασική κινεζική ποίηση, τη γραμμένη μια χιλιετία π.Χ., τη βλέπουμε την αντίθεση αυτή να διαμορφώνει την κινεζική αυτοσυνειδησία, μνημείο της οποίας, άλλωστε, είναι το Σινικό Τείχος που χτίστηκε ακριβώς για να μην περνούν μέσα στην Κίνα οι Άλλοι: οι ξένοι, οι «άρπαγες», οι «κατώτεροι».

Το πρόσωπο του ξένου, όμως, στο πέρασμα των χρόνων δεν έχει μία σταθερά. Η έννοια του Άλλου δεν είναι αμετάβλητη, αλλά προσλαμβάνει διαφορετικά σημαινόμενα, στις διάφορες ιστορικές περιόδους του πολιτισμού. Το οξύμωρο είναι ότι και μέσα στην ιουδαϊκή παράδοση, ο άνθρωπος πρωτοεμφανίζεται ως ξένος. Πολλοί και σημαντικοί καλλιτέχνες – τόσο στη δυτική, όσο και στη βυζαντινή εικονογραφία – απεικόνισαν το προπατορικό αμάρτημα, με τους Αδάμ και Εύα να διώκονται ανέστιοι, σφραγίζοντας τη μοίρα όλου του ανθρώπινου γένους. Η πτώση στη Γένεση χρησιμοποιεί μεταφορική γλώσσα, αλλά βεβαιώνει μια αρχέγονη εκδήλωση, μια πράξη η οποία έλαβε χώρα στην αρχή της ιστορίας του ανθρώπου και χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της ρήξης με τον κόσμο στον οποίο ερχόμαστε.

Τα χαρακτηριστικά του Άλλου, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στα κριτήριά μας περί ομορφιάς, αλλά και αν έχει διαφορετικές συνήθειες από τις δικές μας, τότε μας ενοχλεί η παρουσία του, η οποία δείχνει από ανοίκεια ως απειλητική. Πράγματι, οι Έλληνες ονόμαζαν βαρβάρους (δηλαδή ανθρώπους που τραυλίζουν) όσους δε μιλούσαν ελληνικά. Ιδίως μετά τις Μακεδονικές κατακτήσεις στην Ανατολή, οι σπουδές μορφών που είναι γκροτέσκες ή παραμορφωμένες αποδίδουν κατεξοχήν ξένες φυλές: Σκύθες, Πέρσες και κυρίως, Αφρικανούς. Ο Αφρικανός είχε απασχολήσει τους Έλληνες καλλιτέχνες από πολύ παλιά, από την Αρχαϊκή περίοδο ήδη, οπότε και χρησιμοποιούσαν έντονα χαρακτηριστικά για να τον απεικονίσουν.

Και στη ρωμαϊκή γλυπτική οι ηττημένοι από τις λεγεώνες βάρβαροι εμφανίζονται με αφρόντιστα γένια και πλακουτσωτές μύτες.

Εκεί όμως που η ταύτιση ασχήμιας και κακίας στον Άλλο φτάνει σε ασύλληπτα επίπεδα στη διάρκεια των αιώνων, είναι στην αποτύπωση των χαρακτηριστικών του Εβραίου από τις πρώτες χριστιανικές καταδίκες των «δόλιων Ιουδαίων» στο λαϊκό αντισημιτισμό που έρχεται από τα μεσαιωνικά πογκρόμ κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών και φτάνει ως τους σύγχρονους διωγμούς των σλαβικών χωρών. Ο θρησκευτικός όμως αντιιουδαϊσμός βαθμιαία δέθηκε με έναν αντισημιτισμό εθνικού χαρακτήρα απέναντι στους Εβραίους που ήρθαν στην Ευρώπη μετά τη διασπορά και, ακόμα περισσότερο, αφότου εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492, από τους Σαρακηνούς.

Τερατώδεις, βεβαίως, απεικονίστηκαν στην εικονογραφία οι Σαρακηνοί εχθροί. Ο όρος «Σαρακηνοί» είναι ελληνικός και προέρχεται από την αραβική λέξη Sharqiyyin, δηλαδή «ανατολίτες». Μετά την εξάπλωση του Ισλάμ, και ιδιαίτερα τον καιρό των Σταυροφοριών, ο όρος επεκτάθηκε για όλους τους μουσουλμάνους, κυρίως για εκείνους που ήταν στη Σικελία και τη νότια Ιταλία.

Σταθερή έμεινε η απέχθεια για τους λεπρούς και τους χολεριασμένους, εχθρούς της κοινωνίας, καθότι μολυσμένοι και ανίατοι. Όπως έκανε ο Νίτσε στο Λυκόφως των ειδώλων, έτσι θα μπορούσε και κάποιος άλλο να πει ότι «στο ωραίο ο άνθρωπος τίθεται ως μέτρο της τελειότητας» και ότι «λατρεύει τον εαυτό του σε αυτό… Κατά βάθος ο άνθρωπος καθρεφτίζεται στα πράγματα, θεωρεί ωραίο οτιδήποτε του στέλνει τη δική του εικόνα… Το άσχημο κατανοείται ως νύξη και σύμπτωμα του εκφυλισμού… Κάθε ένδειξη εξάντλησης, βάρους, γηρατειών, κόπωσης, κάθε είδος ανελευθερίας, όπως ο σπασμός, η παράλυση, προπαντός η οσμή, το χρώμα, η μορφή της διάλυσης, της σήψης, όλα αυτά προκαλούν την ίδια αντίδραση, την αξιολογική κρίση «άσχημο”… Ποιον μισεί στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος; Μα δε χωρά αμφιβολία: την κατάπτωση του τύπου του». Χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι αυτό που αναφέρει ο προσωκρατικός Ξενοφάνης πως «αν τα βόδια και τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια, ή αν μπορούσαν να σχεδιάσουν με τα χέρια, και να κάνουν έργα σαν αυτά των ανθρώπων, όμοιους με άλογα το άλογο θα σχεδίαζε τους θεούς, όμοιους με βόδια το βόδι, και θα τους έδιναν σώματα σαν τα σώματα που έχει το καθένα τους».

Σε κάθε πόλεμο πάντως ο εχθρός παρουσιάζεται ως τέρας. Για να στηρίξει την «εκπολιτιστική» αποστολή του λευκού ανθρώπου, η απεικόνιση των Αφρικανών υπήρξε πάντα ανελέητη, όχι μόνο στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία, αλλά και σε κείμενα «επιστημονικού» χαρακτήρα, όπως εκείνα του Λομπρόζο.

Παρά τα στερεότυπα και την εκτεταμένη μεταφορά τους στη γραμματεία και την εικονογραφία της δύσης, το αίσθημα της ρήξης διαμόρφωσε κορυφαίους δημιουργούς, που στάθηκαν απέναντι στο ρεύμα της κυρίαρχης πολιτικής κι επηρέασαν, όχι μόνο την τέχνη, αλλά βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας. Αν ο Ράσκιν επιβλήθηκε στο χώρο της τεχνοκριτικής στην Αγγλία, δεν το έκανε υποστηρίζοντας τις απόψεις της «επίσημης» Ακαδημίας Τεχνών. Μόνος αυτός υπερασπίστηκε το έργο του Ουίλλιαμ Τέρνερ (Δουλέμποροι πετούν στη θάλασσα νεκρούς και ετοιμοθάνατους – Επερχόμενος τυφώνας), όταν εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία (εικ. 10). Ο ζωγράφος εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό γεγονός: το 1783 ο καπετάνιος του πλοίου Ζονγκ, στο ταξίδι του από την Αφρική στο «Νέο Κόσμο», μηνύθηκε από ομάδα ναυτασφαλιστών γιατί είχε ρίξει στη θάλασσα δεκάδες άρρωστους μαύρους δούλους για να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλειας. Ο Τέρνερ μάλιστα συνόδευσε το έργο με μερικούς δικούς του στίχους υπό τον τίτλο Οι πλάνες των ελπίδων, όπου η απατηλή ελπίδα είναι το πάθος των δουλεμπόρων για το κέρδος. Ο καταγγελτικός χαρακτήρας του έργου και οι παραδηλώσεις του προκαλεί εύλογους συνειρμούς με τις καραβιές των προσφύγων που θαλασσοπνίγονται σήμερα στη Μεσόγειο (εικ. 10 α λεπτομέρεια).

Το παράδειγμα, όμως, του Τέρνερ δεν είναι το μόνο. Η ανάδειξη του Άλλου, όχι ως θύτη – εχθρού, αλλά ως θύματος, είναι παρούσα σε μοναδικά έργα μεγάλης πνοής. Τα φωτογραφικά έργα που παρουσιάζονται στο πλαίσιο του φεστιβάλ Medphoto, αναζητούν κι αυτά μέσα στο χρόνο τη συνέχειά τους, την επιβίωσή τους∙ αποβλέπουν στο να αναδείξουν τον Άλλο ως ανθρώπινο πρόσωπο, χωρίς ταυτότητες, αλλά ως στοιχείο αμοιβαίου αναγνωρισμού. Υπό τον όρο αυτό ο Άλλος γίνεται καθρέφτης και το είδωλό του αντικατοπτρίζει την εικόνα ενός γνώριμου προσώπου, του δικού μας.

Γιώργης Μυλωνάς
Ιστορικός Τέχνης

About

Leave a Reply